αὔξει

αὔξει
αὖξις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
αὔξεϊ , αὖξις
fem dat sg (epic)
αὖξις
fem dat sg (attic ionic)
αὐξάνω
increase
pres ind mp 2nd sg
αὐξάνω
increase
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • CONTOPAECTES — Graece Κοντοπαίκτης, apud Balsamonem in Can. 51. Propter horum autem Canonum poenas videntur excogitatt ludi Imperiales, Contopaectes scilicet, Hastiludium est seu Troiae ludus Macris Fratribus, in Hierolex. de quo passim in vocibus Hastiludium,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λοχιά — Χαρακτηριστικό έκκριμα που αποβάλλεται από τη μητρική κοιλότητα κατά τη λοχεία. Τα λ. ελαττώνονται 15 ημέρες μετά τον τοκετό, αλλά δεν αποκλείεται να αυξηθούν και πάλι αργότερα. Γύρω στην 21η ημέρα γίνονται πάλι αιματηρά, για να σταματήσουν… …   Dictionary of Greek

  • λυγκαστήσει — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αὔξει παραπλησίως, ἢ λυγκάσαι, ῥεῡσαι» (ίσως: «ἢ λύγκας ἀγρεῡσαι») …   Dictionary of Greek

  • ολβιόδωρος — ὀλβιόδωρος, ον (ΑΜ) αυτός που χαρίζει, που παρέχει ευτυχία («ἵν ἁ ὀλβιόδωρος αὔξει ζαθέα χθών», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό δωρος] …   Dictionary of Greek

  • ομβρώ — (I) ὀμβρῶ, έω (Α) [όμβρος] 1. παρέχω βροχή, βρέχω («μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός», Ησίοδ.) 2. υγραίνω, δροσίζω 3. δίνω κάτι με αφθονία («πηγᾶς γάλακτος ὀμβρῆσαι ἐν μαστοῑς», Φίλ.) 4. (ως τριτοπρόσ.) ὀμβρεῑ (κατά τον Ησύχ.) «ἀκμάζει, ὑπερισχύει,… …   Dictionary of Greek

  • συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”